Χάμιλτον, Ουίλιαμ

Χάμιλτον, Ουίλιαμ
(Hamilton, Γλασκόβη 1788 – Εδιμβούργο 1856). Σκοτσέζος φιλόσοφος. Καθηγητής της λογικής και της μεταφυσικής στο πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου από το 1836, συνεργάτης της Edinburgh Review, φίλος του Βικτόρ Κουζέν, βαθύς γνώστης της γερμανικής φιλοσοφίας, μελετητής των φυσικών επιστημών, καθώς και των λογοτεχνικών και θεολογικών σπουδών, άσκησε με τη διδασκαλία του αποφασιστική επίδραση στην προσπάθεια να στραφεί η αγγλική σκέψη προς τη γνώση της μετακαντιανής φιλοσοφίας. Κυριότερα έργα του: Συζητήσεις περί φιλοσοφίας, λογοτεχνίας και παιδείας (4 τόμοι, 1858-60), Mαθήματα αισθητικής (1858).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Χάμιλτον, σερ Ουίλιαμ — (Hamilton, 1730 – 1803). Άγγλος διπλωμάτης και αρχαιολόγος. Υπηρέτησε στον στρατό και διετέλεσε υπασπιστής του τότε πρίγκιπα της Ουαλίας Γεωργίου Γ’ με τον οποίο πήρε μέρος στην εκστρατεία της Ολλανδίας. Το 1764 στάλθηκε πρεσβευτής στη Νάπολη,… …   Dictionary of Greek

  • Χάμιλτον, σερ Ουίλιαμ Ρόουαν — (Hamilton, Δουβλίνο 1805 – 1865). Ιρλανδός αστρονόμος και φυσικομαθηματικός. Συμπλήρωσε το έργο του Λαγκράνζ στη μαθηματική έρευνα της κλασικής μηχανικής. Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με τις εξισώσεις του X. (ή θεμελιώδη τύπο των εξισώσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • οντάριο — (Ontario). Επαρχία (1.068.580 τ. χλμ., 9 546 000 κατ.) του νότιοκεντρικού Καναδά. Πρωτεύουσα είναι το Τορόντο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και περιλαμβάνεται μεταξύ των επαρχιών Μανιτόμπα στα Δ και Κεμπέκ στα Α, του Κόλπου… …   Dictionary of Greek

  • σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • οργανική αρχιτεκτονική — Ο όρος οργανικός στην αρχιτεκτονική, στο μέτρο που συνδέεται με την αντίληψη περί φυσικού οργανισμού, παρουσιάζεται ήδη σε μερικούς ιστοριογράφους των περασμένων αιώνων με την έννοια του λειτουργικού, ενώ με τη σημερινή του σημασία αναφέρεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”